συνολκή

συνολκή
η мед. спазм(а), судорога

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "συνολκή" в других словарях:

  • συνολκῇ — συνολκή contraction fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνολκή — contraction fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνολκή — η, ΝΜΑ 1. συστολή, μάζεμα 2. ιατρ. ακούσια, επώδυνη και παροδική σύσπαση μυός ή ομάδας μυών, σπασμός, κράμπα (α, «συνολκή τού στήθους» στηθάγχη β. «μυῶν συνολκή», Γρηγ. Νύσσ.) μσν. αρχ. κατάποση, καταβρόχθιση αρχ. 1. σπασμώδης συστολή τετάνου 2.… …   Dictionary of Greek

  • συνολκαῖς — συνολκή contraction fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνολκαί — συνολκή contraction fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνολκῆς — συνολκή contraction fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνολκήν — συνολκή contraction fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνολκῶν — συνολκή contraction fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενόφθαλμος — ο παθολογική συνολκή τού οφθαλμικού βολβού μέσα στην οφθαλμική κόγχη …   Dictionary of Greek

  • συνολκούμαι — όομαι, Α [συνολκή] (για τη μήτρα) μετατίθεμαι συγχρόνως …   Dictionary of Greek

  • ξυνολκαί — συνολκαί , συνολκή contraction fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»